Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ενεργητική (παθητική)

  • 1 φωνή

    η
    1) голос;

    βραχνή φωνή — хриплый голос;

    φωνή οξυφώνου — тенор;

    φωνή βαθύφωνου — бас;

    φωνή βαρυτόνου — баритон;

    φωνή κεφαλής — или κεφαλική (ψευδής) φωνή — фальцет;

    δεν έχω φωνήне иметь голоса (музыкального);

    έχει μιά φωνή καμπάνα — у него голос словно колокол;

    με μεγάλη φωνή — громко;

    2) крик;

    φωνές, κακό — шум и гам, невыносимый шум;

    βγάζω ( — или σέρνω) μιά φωνή — покричать кому-л. (чтобы остановился);

    βάζω (или μπήγω) τίς φωνές а) поднимать крик; б) звать на помощь;
    3) грам, залоговая форма глагола;

    ενεργητική (παθητική) φωνή — активная (пассивная) форма глагола;

    § η φωνή τοβ αίματος — голос крови;

    φωνή βοώντος εν τη ερήμο — глас вопиющего в пустьше;

    κατά φωνή κι' ο γάιδαρος — лёгок на помине

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φωνή

  • 2 άμυνα

    η защита; оборона; защитные средства;

    ενεργός ( — или ενεργητική) άμυνα — воен, активная оборона;

    παθητική άμυνα — воен, пассивная оборона;

    οργάνωση της αεροπορικής άμυνας — организация противовоздушной обороны;

    περνώ σε άμυνα — переходить к обороне;

    εν αμύνη юр. в порядке самозащиты, защищаясь;

    § άμυνα του οργανισμού — сопротивляемость организма

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άμυνα

См. также в других словарях:

  • δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… …   Deutsch Wikipedia

  • Grammatik des Neugriechischen — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Grammatik — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… …   Deutsch Wikipedia

  • συμφόρηση — (Ιατρ.). Μεγάλη συγκέντρωση αίματος στα αγγεία ενός οργάνου (υπεραιμία). Αν το αίμα που μαζεύτηκε είναι αρτηριακό, η σ. λέγεται ενεργητική ή αρτηριακή. Αν όμως το αίμα έμεινε στο όργανο και στάλωσε στις φλέβες, λέγεται παθητική ή φλεβική. Στην… …   Dictionary of Greek

  • ΠΡΟΛΟΓΟΣ —         Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

  • μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»